- νεροχελώνα
- ηυδρόβια χελώνα του γλυκού νερού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεροχελώνα — Ερπετό της οικογένειας των Eμυδιδών. Βλ. λ. εμύς. * * * η κοινή ονομασία για όλες τις χελώνες τών γλυκών νερών και ιδίως τού είδους Emys orbicularis, που είναι γνωστό στη χώρας μας και ως βαλτοχελώνα … Dictionary of Greek
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek